- ἔθρισε
- θερίζωdo summer-workaor ind act 3rd sgθρίζωaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόχθονος — αὐτόχθονος, ον (AM) [χθων, ονός] μσν. ο αυτόχθονας αρχ. φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του … Dictionary of Greek